- Ἕτοιμας
- Ἕτοιμας s. Ἐλύμας.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἑτοίμας — ἑτοί̱μᾱς , ἑτοῖμος at hand fem acc pl (attic) ἑτοί̱μᾱς , ἑτοῖμος at hand fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)